οπλασκία — η άσκηση στα όπλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οπλομελέτη — ὁπλομελέτη, ἡ (Μ) εξάσκηση στην επιδέξια χρήση τών όπλων, οπλασκία … Dictionary of Greek
τρίτος — η, ο / τρίτος, η, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέρτος, θηλ. τέρτα και τερτία, Α 1. αυτός που κατέχει τη θέση μετά τον δεύτερο, ο τελευταίος από τους τρεις 2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τρίτο(ν) (μετά το πρώτο[ν] και το δεύτερο[ν]) κατά τρίτο λόγο, σε τρίτη … Dictionary of Greek
τροχάζω — ΝΜΑ [τροχός ή τρόχος] (για άλογο) πηγαίνω με τροχασμό μσν. αρχ. τρέχω αρχ. 1. βαδίζω γρήγορα, τρέχω 2. φρ. α) «τροχάζω ἐν τοῑς ὅπλοις» κάνω οπλασκία (Πολ.) β) «τροχάζω τήν λαμπάδα» τρέχω σε λαμπαδηδοδρομία … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
τρίτη — η 1.ως κύρ. όν., Τρίτη η ημέρα της εβδομάδας μετά τη Δευτέρα και πριν από την Τετάρτη. 2. (στα μαθ.) η τρίτη δύναμη, ο κύβος: 43. 3. η τρίτη βαθμίδα της διατονικής κλίμακας, τέρτσα. 4. τρία τραπουλόχαρτα του ίδιου χρώματος σε καθοδική διαδοχή:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)